- κράννα
- κράννα, [dialect] Aeol. for κράνα, κρήνη (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κράννα — κράννα, ἡ (Α) (αιολ. τ.) βλ. κρήνη … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
Κραννών — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στα ΝΔ της Λάρισας. Σύμφωνα με τις άμεσες και έμμεσες πληροφορίες των ιστορικών και των περιηγητών, εικάζεται ότι ήταν η σπουδαιότερη πόλη σε πλούτο και δύναμη ύστερα από τη Λάρισα, στην περιοχή της Πελασγιώτιδας.… … Dictionary of Greek
Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν) исторический регион включавший в себя западные области … Википедия